- ταντρισμός
- ο, Νσχολή και ένας από τους τρεις κύριους κλάδους τού βουδισμού που κατέλαβε σημαντική θέση σε πολλές περιοχές τής Ινδίας και τής Κεϋλάνης και επεκτάθηκε στην Κίνα και στην Ιαπωνία, αλλ. βατζραγιάνα ή μαντραγιάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tantrism (< tantra, βλ. λ. τάντρα)].
Dictionary of Greek. 2013.